αναξιόπιστος

αναξιόπιστος
η , ο [ος , ον ] не заслуживающий доверия, ненадёжный; недостоверный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αναξιόπιστος" в других словарях:

  • ἀναξιόπιστος — unworthy of credit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναξιόπιστος — η, ο (Μ ἀναξιόπιστος, ον) αυτός που δεν αξίζει να γίνει πιστευτός νεοελλ. αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για συναλλαγές, ο μη φερέγγυος, αφερέγγυος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀξιόπιστος. ΠΑΡ. νεοελλ. αναξιοπιστία] …   Dictionary of Greek

  • αναξιόπιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης: Η μαρτυρία του είχε κριθεί από το δικαστήριο αναξιόπιστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναξιόπιστον — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc/fem acc sg ἀναξιόπιστος unworthy of credit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξιοπιστότεροι — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξιοπίστοις — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξιόπιστα — ἀναξιόπιστος unworthy of credit neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξιόπιστοι — ἀναξιόπιστος unworthy of credit masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναξιοπιστία — η 1. το να είναι κανείς αναξιόπιστος, να μη θεωρείται άξιος να γίνει πιστευτός 2. το να μη θεωρείται κανείς άξιος για εμπορικές συναλλαγές, για πιστώσεις, η αφερεγγυότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναξιόπιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό …   Dictionary of Greek

  • άκυρος — η, ο (AM ἄκυρος, ον) αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια μσν. φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

  • άπιστος — (apistos). Γένος περκομόρφων ψαριών της οικογένειας των περκιδών. Ζουν στις τροπικές θάλασσες και ιδιαίτερα στον Ινδικό ωκεανό. Έχουν μήκος 30 50 εκ. και στηθαία πτερύγια πολύ ισχυρά. Είναι γνωστά 15 είδη. * * * η, ο (AM ἄπιστος, ον) 1. αυτός που …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»